αφροπλασμένος

αφροπλασμένος
η , ο[ν] , αφρόπλαστ||ος, η , ο
1) пышный, рыхлый, воздушный; 2) нежный, хрупкий;

αφροπλασμένοςη κοπέλα — воздушное создание (о девушке)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αφροπλασμένος" в других словарях:

  • αφροπλασμένος — η, ο 1. (για γλυκά) πλασμένος ώστε να φαίνεται αφρώδης 2. (για το ανθρώπινο σώμα) αυτός που μοιάζει σαν να έχει πλαστεί από αφρό, αβρός, απαλός …   Dictionary of Greek

  • αφρόπλαστος — αφρόπλαστος, η, ο και αφροπλασμένος, η, ο ο πλασμένος από αφρό, ο εξαιρετικά αφράτος: Η κοπέλα ήταν τόσο όμορφη κι αφράτη που δίκαια την έλεγαν αφροπλασμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»